καθάρσιο,
το, ουσ.
[<αρχ. καθάρσιον, ουδ. του επιθ. καθάρσιος <κάθαρσις], το καθάρσιο·
οτιδήποτε πίνει κανείς με μεγάλη δυσαρέσκεια, με μεγάλη δυσφορία: «πορτοκαλάδα
πίνεις, βρε ανόητε, δεν πίνεις καθάρσιο για να μορφάζεις έτσι! || δεν του
αρέσει το ποτό κι όταν πίνει ουίσκι, κάνει σαν να πίνει καθάρσιο»·
- θα
σου δώσω καθάρσιο, απειλητική έκφραση σε κάποιον πως θα τον βασανίσουμε,
πως θα τον ταλαιπωρήσουμε: «κάτσε καλά και μη μ’ ενοχλείς με τις βλακείες σου,
γιατί θα σου δώσω καθάρσιο». Από το ότι η ενέργεια αυτού του καθαρτικού
φαρμάκου για την κένωση του στομάχου και των εντέρων, είναι πολύ επώδυνη.
Καθάρσιο έδιναν στους πολιτικούς αντιπάλους κατά τη δκτατορία του Ι. Μεταξά.